- πανεπίσκοπος
- πανεπίσκοποςall-surveyingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανεπίσκοπος — ον, Α αυτός που όλα τά παρατηρεί, τά εξετάζει, παντεποπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπίσκοπος «αυτός που επιτηρεί, φύλακας»] … Dictionary of Greek
πανεπίσκοπον — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem acc sg πανεπίσκοπος all surveying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπισκόποις — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπισκόπῳ — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπίσκοπα — πανεπίσκοπος all surveying neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανεπίσκοπε — πανεπίσκοπος all surveying masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανεπόψιος — ον, Α αυτός που βλέπει, που παρατηρεί τα πάντα, πανεπίσκοπος*, πανεπόπτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπόψιος «φανερός, επόπτης» (< ἐφορῶ)] … Dictionary of Greek
ԱՄԵՆԱՀԱՅԵԱՑ — ( ) NBH 1 0062 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c, 13c ա. πανεπίσκοπος omnia intuens, omniscius, perspicacissimus Որ ակնարկէ յամենեսին ամենայն յստակութեամբ. ամենատես. ամենատեսուչ. *Հոգի՝ ամենահայեաց. Իմ. ՟Է. 23:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)